καταρρακτός

καταρρακτός
και καταρ(ρ)αχτός, -ή, -ό (Α καταρρακτός -ή, -όν) [καταρράσσω]
1. αυτός που πέφτει από πάνω και με ορμή («καταρρακτή θύρα» — η καταπακτή, Πλούτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η καταρράκτη
σιδερένια πόρτα φρουρίου πίσω από τάφρο με νερό
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η καταρρακτή και καταρραχτή
θύρα που κλείνει οχετό, υδροφράκτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταρρακτῆς — καταρρακτός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρακτῇ — καταρρακτός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρακτήν — καταρρακτός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρακτῶν — καταρράκτης down rushing masc gen pl καταρρακτός fem gen pl καταρρακτός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρρακτή — και καταρραχτή, η (Α καταρράκτη) βλ. καταρρακτός …   Dictionary of Greek

  • καταρραχτή — η βλ. καταρρακτός …   Dictionary of Greek

  • ՍՏՈՐԱՀՈՍԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0749 Chronological Sequence: Unknown date ա.գ. καταρράκτος, τα distillatus, cataracta. Որ ի վերուստ բուռն հոսմամբ բերի՝ որպէս կարկաջահոսանք. *Մաղաս թթուագոյն եւ աղտաղտին՝ աղբիւր ամենայն հիւանդութեանց, որչափ լինիցի ստորահոսական. Պղատ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”