- καταρρακτός
- και καταρ(ρ)αχτός, -ή, -ό (Α καταρρακτός -ή, -όν) [καταρράσσω]1. αυτός που πέφτει από πάνω και με ορμή («καταρρακτή θύρα» — η καταπακτή, Πλούτ.)2. το θηλ. ως ουσ. η καταρράκτησιδερένια πόρτα φρουρίου πίσω από τάφρο με νερόνεοελλ.το θηλ. ως ουσ. η καταρρακτή και καταρραχτήθύρα που κλείνει οχετό, υδροφράκτης.
Dictionary of Greek. 2013.